- προσαμείβομαι
- Ααπαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαμείβειν — προσαμείβομαι answer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβετο — ποτᾱμείβετο , προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] … Dictionary of Greek